- ευνοιοκρατία
- ηη προτίμηση των ευνοουμένων (φίλων, συγγενών) σε ανώτερες θέσεις και αξιώματα, αντί των ικανών και κατάλληλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαβοριτισμός — ο, Ν ευνοιοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. favoritisme < γαλλ. favorite «αγαπητός, ευνοούμενος» (< ιταλ. favorito < ρ. favorire < λατ. favor «εύνοια», βλ. και λ. φαβορί) + κατάλ. isme] … Dictionary of Greek
Γουινέα-Μπισάου — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουινέα Μπισάου Παλαιότερη ονομασία: Πορτογαλλική Γουινέα Έκταση: 36.120 τ.χλμ Πληθυσμός: 1.345.479 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπισάου (288.295 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Σενεγάλη … Dictionary of Greek
φαβοριτισμός — ο (λ. γαλλ.), ευνοιοκρατία, χαριστικότητα, εύνοια, προτίμηση: Στις δικτατορίες επικρατεί φαβοριτισμός στη χορήγηση δανείων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)